- σπληνίτιδα
- η / σπληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑνεοελλ.ιατρ. φλεγμονή τής σπλήναςαρχ.αυτή που ανήκει στη σπλήνα («σπληνῑτις φλέψ», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, -ηνός + επίθημα -ῖτις / -ίτιδα*. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. splenitis].
Dictionary of Greek. 2013.