σπληνίτιδα

σπληνίτιδα
η / σπληνῑτις, -ίτιδος, ΝΑ
νεοελλ.
ιατρ. φλεγμονή τής σπλήνας
αρχ.
αυτή που ανήκει στη σπλήνα («σπληνῑτις φλέψ», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπλήν, -ηνός + επίθημα -ῖτις / -ίτιδα*. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. splenitis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπακανιάζω — 1. διογκώνεται η κοιλιά μου από υπερτοφία, κάνω κοιλιά 2. πάσχω από σπληνίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάκα, κατά τα ρήματα σε νιάζω (πρβλ. λαχανιάζω, μουτσουνιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μπακανιάρης — ο, θηλ. ιάρα και ισσα, ουδ. ικο 1. αυτός που έχει διογκωμένη κοιλιά, ο κοιλαράς 2. αυτός που πάσχει από σπληνίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπάκα + κατάλ. άρης, κατ επίδραση τού μπακανιάζω] …   Dictionary of Greek

  • σπληνίτις — ἡ, Α βλ. σπληνίτιδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”